- συγχορευτής
- ο , συγχορεύτρια η кавалер, партнёр, -ша или дома (в танцах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγχορευτής — companion in the dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχορευτής — ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ [συγχορεύω] αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό αρχ. λάτρης τής ίδιας θεότητας … Dictionary of Greek
συγχορευταί — συγχορευτής companion in the dance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχορευτήν — συγχορευτής companion in the dance masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχορευτῶν — συγχορευτής companion in the dance masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχορευτά — συγχορευτά̱ , συγχορευτής companion in the dance masc nom/voc/acc dual συγχορευτής companion in the dance masc voc sg συγχορευτής companion in the dance masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχορευτάς — συγχορευτά̱ς , συγχορευτής companion in the dance masc acc pl συγχορευτά̱ς , συγχορευτής companion in the dance masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλιέρος — ο (Μ καβαλιέρος) νεοελλ. συνοδός γυναίκας, ιδίως σε χορό, συγχορευτής μσν. ιππέας ακόλουθος, ιππότης, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavaliere «ιππέας, ιππότης» < λατ. caballarius «ιππέας». Η λ. με τη μσν. σημ. «ιππέας ακόλουθος» κατέληξε να… … Dictionary of Greek
συγχορεύτρια — η, ΝΑ βλ. συγχορευτής … Dictionary of Greek
συγχορεύω — Α [χορεύω] 1. χορεύω μαζί με άλλον, είμαι συγχορευτής 2. ανήκω στον ίδιο χορό με κάποιον άλλο 3. είμαι λάτρης τής ίδιας θεότητας … Dictionary of Greek
σύγχορος — ον, Α συγχορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χορός (< χορός), πρβλ. πρόσ χορος] … Dictionary of Greek